-
1 χαλεποτης
- ητος ἥ1) трудность, недоступность(τῶν χωρίων Thuc.)
2) трудность, затруднительность (sc. τοῦ ὁρισμοῦ Arst.)3) суровость, жестокость(τῶν πολιτειῶν Isocr.; τῶν νόμων Arst.)
4) угрюмость, мрачность, тяжелый нрав Xen., Plat.μετὰ θορύβου καὴ χαλεπότητος ἀκροᾶσθαί τινος Isocr. — слушать кого-л. с шумным неодобрением
-
2 διαναω
-
3 ετεροκλινης
-
4 καιρος
ὅ1) надлежащая мера, нормаκ. δ΄ ἐπὴ πᾶσιν ἄριστος Hes. — самое лучшее (главное) во всем - мера;
μείζων τοῦ καιροῦ Xen. — сверх меры, ненормально большой, чрезмерный;καιροῦ πέρα Aesch. — чрезмерный, безмерный;προσωτέρω τοῦ καιροῦ Xen. — дальше, чем следует;ὑπερβαλεῖν τὸν καιρόν τινι Plut. — перейти меру в чем-л.2) (тж. χρόνου κ. Soph.) надлежащая пора, подходящее время, благоприятный моментκ. βραχὺ μέτρον ἐχει погов. Pind. — у удобного момента короткая мера, т.е. время никого не ждет;
ἥ χάρις καιρὸν ἔχουσα Thuc. — вовремя оказанная услуга;ὅ κ. αὐτός Dem. — самое удобное время;πρὸς τοὺς πολεμικοὺς καιρούς Arst. — на случай войны;καιρῷ Soph., Thuc., ἐν καιρῷ Aesch., Soph., Plat., σὺν καιρῷ Polyb., εἰς καιρόν Her., Eur., πρὸς καιρόν Soph. и κατὰ καιρόν Her., NT. — вовремя, своевременно, кстати;παρὰ καιρόν Eur., Plat., ἀπὸ и ἄνευ καιροῦ Plat. — несвоевременно, некстати;πρὸ καιροῦ Aesch., NT. — преждевременно;ἐπὴ καιροῦ λέγειν Plut. — говорить экспромтом;καιροῦ τυχεῖν Eur. — иметь счастливый случай;καιρὸν λαμβάνειν Thuc., λαβέσθαι Luc. и καιρῷ χρῆσθαι Plut. — использовать удобный момент, воспользоваться благоприятным случаем;καιρὸν παριέναι Thuc. — упустить удобный момент;καιροὴ σωμάτων Arst. — цветущий возраст, первая молодость3) время ( вообще), пора(ὀλίγον καιρὸν ἔχειν NT.)
ἐν παντὴ καιρῷ Arst., NT. — во всякое время, всегда;πρὸς καιρὸν ὥρας NT. — на (короткое) время;ἄχρι καιροῦ NT. — до поры до времени;κατὰ τοὺς τότε καιρούς Arst. — в те времена;πεπλήρωται ὅ κ. NT. — исполнился срок4) выгода, пользаἐς καιρὸν ἔσται Her. — это будет полезно;
τίνος ἕνεκα καιροῦ ; Dem. — кому это нужно?, чего ради?;τι πρὸς καιρόν Soph. — нечто полезное;πρὸς καιρόν Soph. — с пользой, полезным образом;ἐπὴ σῷ καιρῷ Soph. — тебе на пользу;ὁρῶ οὐδὲ σοὴ τὸ σὸν φώνημα ἰὸν πρὸς καιρόν Soph. — я вижу, что твоя речь даже тебе не идет на пользу5) влиятельность, влияние, вес(μέγιστον ἔχειν καιρόν Xen.)
6) обстоятельство, момент, пораὁ παρών κ. Dem. или οἱ καιροί Plat. — настоящий момент, сложившиеся обстоятельства;
καιροῦ πρὸς τοῦτο πάρεστι Φιλίππῳ τὰ πράγματα Dem. — в таком положении находятся дела Филиппа7) тяжелые обстоятельстваἐν τοῖς μεγίστοις καιροῖς Xen. — в самых трудных обстоятельствах;
ἔσχατος κ. Polyb., Plut. — крайняя опасность, критический момент8) время года, пора(καιροὴ καρποφόροι NT.)
κ. χειμῶνος Plat. — зимнее время9) удобное место, подходящая точкаἐναυλιζόμενοι τῶν χωρίων, οὖ κ. εἴη Xen. — останавливаясь в открытых местах, где было наиболее удобно
10) жизненно важный центр (тела) -
5 μετεωρα
τά1) небесные явления(τὰ μ. καὴ τὰ ὑπὸ γῆς Plat.)
2) возвышенные места, нагорья(τῶν χωρίων Thuc.)
-
6 πλευρα
ион. πλευρή ἥ1) ребро(βοός Her.)
2) (преимущ. pl.) бокἐπὴ πλευρὰς κατακείμενος Hom. — лежа на одном или на другом боку
3) сторона(τοῦ πλαισίου Xen.; τοῦ τριγώνου Plat.)
4) фланг(ἥ δεξιὰ π. Xen.)
5) край, окраина(αἱ πλευραὴ τῶν χωρίων Plat.)
6) страница(σελίδων π. Anth.)
-
7 χωριον
τό [demin. к χώρα и χῶρος]1) место, местность(πετρῶδες Thuc.; ἱππάσιμον Xen.)
2) область, страна, край(χ. Αἰγύπτου Her.)
τὸ χ. Ἀττικόν Arph. — территория Аттики3) мат. пространство, площадь, плоскость(τετράγωνον Plat.)
4) воен. укрепленный пункт(χωρία καταλαμβάνειν Lys.)
τὸ ἐπίμαχον χ. τῆς ἀκροπόλιος Her. — удобный для штурма пункт акрополя5) земельный участок, поместье Lys., Xen., Plat.χ. ἰδιώτου Thuc. — частная усадьба;
οἱ τῶν χωρίων φραγμοί Plut. — усадебные ограды6) место ( в книге), отрывок(τὸ χ. τῆς γραφῆς Luc.)
κατὰ τόδε τὸ χ. δῆλον, ὅτι … Her. — это место ясно показывает, что …7) промежуток времени, период8) место на рынке, торговое помещение, палатка(τοῦ χωρίου μίσθωσις Dem.)
-
8 ανταποδοσις
- εως ἥ1) отдача, возврат, уплата долга(ἀ. καὴ ἀποδοχέ χωρίων Thuc.; τῶν εἴκοσι ταλάντων ποιήσασθαι τέν ἀνταπόδοσιν Polyb.)
2) отплата, возмещение, воздаяние(χάριτος Arst., Men., Diod.; ἱκανέ ἀ. τινος Polyb.)
3) возмездие, кара Arst., Polyb., Diod., NT.4) отражение, отголосок (sc. τῶν φωνῶν Arst.)5) изменение направленияἀνταπόδοσιν ποιεῖσθαι или λαμβάνειν Polyb. — принимать обратное направление, двигаться обратно
6) грам.- рит. противоположение Quint. -
9 μεσολαβώ
(ε) αμετ.1) посредничать, быть посредником; ходатайствовать, заступаться; 2) находиться, лежать между;μεταξύ των δυό αυτών χωριών μεσολαβει ένα ποτάμι — между двумя этими сёлами протекает река;
3) проходить, протекать (о времени);μεσολαβων χρόνος — промежуток времени, интервал;
από των εκλογών μέχρι σήμερον εμεσολάβησαν δυό έτη с момента выборов до сегодняшнего дня прошло два года;4) происходить, случаться; вклиниваться, вторгаться (о событиях и т. п.); επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη της οικονομίας γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος развитие экономики замедлилось из-за войны; από τότε μεσολάβησαν πολλά ενδιαφέροντα с тех пор произошло много интересного;αν δεν μεσολαβήσει τίποτε — если ничего не произойдёт
-
10 εκεινος
ἐκείνη, ἐκεῖνο, эп.-поэт. тж. κεῖνος, дор. τῆνος, эол. κῆνος1) в знач. pron. demonstr. тот(ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ или ἡμέρας ἐκείνης Thuc.)
ἐξ ἐκείνου Xen. и ἀπ΄ ἐκείνου (sc. χρόνου) Luc. — с того времени;μετ΄ ἐκεῖνα Thuc. — после того, вслед за тем;ἀπὸ Ὀρχομένου καὴ τῶν κατ΄ ἐκεῖνα χωρίων Xen. — из Орхомена и окрестных областей;οὗτος ἐ. Her., ἐ. ὄντως и ἐ. αὐτός Arph. — тот самый;ἐκεῖν΄ ἐκεῖνο Arph. и κεῖνο κεῖνο Soph. — именно это;ἀλλ΄ ἐκεῖνο! Luc. — да, вот (еще) что!;ἐ …, οὗτος, но тж. οὗτος …, ἐ. Xen., Plat., Plut.; — тот …, этот, первый (ранее упомянутый) …, последний2) в знач. adj. νοδιἾρος ἐ. ἧσται Hom. — вот там сидит Ир;
νῆες ἐκεῖναι ἐπιπλέουσιν Thuc. — вот они, корабли, уже плывут сюда3) в знач. pron. pers. 3 л. sing. он сам(ый), онἵνα μέ κεῖνος ἡμῖν ἐπιτύχῃ Arph. — как бы он не застал нас;
ὅ ἥλιος καὴ ἥ ἐκείνου φορά Arst. — солнце и его движение4) adj. (ср. лат. ille) всем известный, славный(Θουκυδίδης Arph.)
См. также в других словарях:
αυτοκάθαρση των νερών — Η λειτουργία που επιτελείται σε νερά που ρέουν (ποτάμια, χείμαρρους, ρυάκια, υπόγειες πηγές κλπ.), χάρη στις διάφορες ιδιότητες που έχει το ίδιο το νερό, και η οποία έχει τελικό αποτέλεσμα τον περιορισμό της μόλυνσής του σε κάπως ανεκτά επίπεδα.… … Dictionary of Greek
τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… … Dictionary of Greek
Σούλι — I Ιστορική περιοχή της Ηπείρου, στο νομό Θεσπρωτίας, στις δυτικές πλαγιές των ομώνυμων βουνών. Τα βουνά αυτά είναι ορεινό συγκρότημα στο ανατολικό τμήμα του νομού Θεσπρωτίας. Περιλαμβάνει τα όρη Μούργκα (1340 μ.), Ζαβρούχο (1.137 μ.) και Τούρλια… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek
Χαλκιδικής, νομός — Νομός που καλύπτει το έδαφος της ομώνυμης χερσονήσου της κεντρικής Μακεδονίας. Στον νομό δεν υπάγεται η περιοχή του Άθω (Άγιον Όρος), ο οποίος συνορεύει στα Β με τον νομό Θεσσαλονίκης, ενώ από τις 3 άλλες πλευρές του βρέχεται από το Αιγαίο. Ο… … Dictionary of Greek
χιμάρα — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 380 μ.), στην πρώην επαρχία Γυθείου, του νομού Λακωνίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πυρρίχου (12 τ. χλμ.) και βρίσκεται NΔ του Γυθείου. II Κωμόπολη και επαρχία της Βόρειας Ηπείρου, κέντρο χριστιανικών και… … Dictionary of Greek
Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… … Dictionary of Greek
Δανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Δανίας Έκταση: 43.094 τ. χλμ Πληθυσμός: 5.352.815 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Κοπεγχάγη (499.148 κάτ. το 2001)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στην ιστορική ομάδα των σκανδιναβικών χωρών. Συνορεύει στα Ν με τη Γερμανία, ενώ… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek